ανακατευτός

ανακατευτός
-ή, -ό [ανακατεύω]
ο ανακατωτός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανακάτευτος — η, ο ο ανακάτωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατευτός < ανακατεύω. Η σημ. της στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ανακάτευτος — η, ο βλ. ανακατωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] …   Dictionary of Greek

  • ανακάτωτος — η, ο και ανακάτευτος, η, ο αυτός που δεν έχει ανακατευτεί, αναμειχθεί: Τα φασόλια του είναι ανακάτωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”